Προσμένοντας την ιστορία που δεν αποκόβεται όσο υπάρχουν συνεχιστές
Τι είναι η πατρίδα μας;
Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι οι νεκροί μας απ' τα Τέμπη;
Η βρώμα που μας κυβερνά;
Πρόσμενα την παρέλαση αυτή, να δω, φόρο τιμής να αποδίδεται, σε πρόγονους και απόγονους των νεκρών μας.
Πρόσμενα ο θώκος να ΄ναι κατειλημμένος από γονείς, αδέρφια και παιδιά, όσων δολοφονήθηκαν από τούτη την κακορίζικη αρχόντων χώρα.
Πρόσμενα να στέκουν αυτοί που αξίζουν την τιμή.
Αυτοί που λαβώθηκαν από τον μισεμό των σπόρων τους.
Να στέκουν εκεί ψηλά στο βάθρο, αυτοί που άθελα έχασαν την σάρκα από την σάρκα τους και τα οστά απ' τα οστά τους.
Να θωρούμε όλοι εμείς το βλέμμα του αγωνιστή και να θυμούμαστε ποιων σπόρος είμαστε, ακόμα και αν τα μάτια έχουν ξασπρίσει απ΄ τους ποταμούς που κύλισαν.
Ν' αναφωνούμε κοντυλιές και να γροικούμε για ποιους έγραφε ο Διονύσιος Σολωμός
Τότε ἐσήκωνες τό βλέμμα
μές στά κλάιματα θολό,
καί εἰς τό ροῦχο σου ἔσταζ' αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
Πρόσμενα και τούτη την φορά, μπας και κάμουν στην άκρη οι φονιάδες.
Πως μια φλέβα τους θα ρόζιζε καθώς θ' αντίκριζαν τους Αθάνατους Έλληνες αγνάντι τους.
Πως θα σκύβαν το κεφάλι και θα μάζευαν ντροπή.
Μην γελιόμαστε άνθρωποι, και μην αναθεματίζουμε την μοίρα.
Σαν ξεσκαρίζουμε απ' την κοιλία της μάνας, μόνο ετούτο πολεμάμε.
Τ' άδικο που σπάρθηκε στην οικουμένη.
Άλλοι συνειδητά το πολεμούν, γιατί ψυχή και νους ετοιμασμένα ήρθαν.
Μα είναι και κείνοι που στην μάχη θα ριχτούν δίχως να το προσδοκάνε.
Και έτσι πρόσμενα μια μέρα σαν και αυτή, που μεγαλύτερη γιορτή το έθνος μας δεν έχει,
σε θέση περίοπτη τους μαχητές να κάτσουμε, που απρόσμενα με το θεριό τ΄αδίκου τα ΄χουν βάλει.
Μια τέτοια μέρα πρόσμενα, αξία να δοθεί σ΄ εκείνους που γίνανε ο κρίκος να μας ενώσει με τους ήρωες του γένους.
Θωρώ προσμένοντας την ιστορία που δεν αποκόβεται όσο υπάρχουν συνεχιστές.