I have a dream
02/03/2022
Πρέπει να είναι όνειρο παιδικό η συγγραφή. Δεν είμαι πολύ σίγουρη.
Τα όνειρα απαγορευόντουσαν.
Η πραγματική ζωή, δεν είχε όνειρα, Μόνο υποχρεώσεις.
Είχε μόνο σχέδια στηριγμένα στον χτισμένο από αιώνες κόσμο.
Ένα κόσμο που περίμενε να με εκπαιδεύσει
Δεν μπορούσες ούτε καν να παίξεις χωρίς να κατηγορηθείς γι αυτό και ας ήσουνα παιδί.
Ξύπνα. Σήκω. Έλα να με βοηθήσεις.
Ξύπνα. Σήκω. Πήγαινε σχολείο.
Ξύπνα. Σήκω. Μην κοιτάς σαν αποχαυνωμένο.
Ξύπνα. Σήκω. Δες τι θα κάνεις στην ζωή σου.
Τι σημαίνει θα τρέχεις; Τι σημαίνει θα παίζεις Μπάσκετ. Είναι δουλειές αυτά;
Τι; Θέλεις να γίνεις φωτογράφος; Ρώτησα εγώ έναν γνωστό μου φωτογράφο.
Δεν έχει μέλλον. Κορεσμένο επάγγελμα.
Τι σημαίνει θέλεις να φυτέψεις συκιές; Εμένα να ρωτήσεις. Ξέρεις τι σημαίνει αγροτιά;
Τι φαντασίες είναι αυτές παιδί μου;
Ονειροπαρμένο είσαι.....
Και όσο με μάλωναν για τις φαντασίες μου, και όσο με αποκάρδιωναν για τα σχέδια μου, τόσο εγώ ονειρευόμουν ξύπνια, με τα μάτια ανοιχτά.
Με μάτια που κοιτούσαν τον νουθέτη μου, κατάβαθα στα δικά του, μα μήτε σταλιά κουβέντα δεν άκουγε τ΄ αυτί μου.
Μονάχα φανταζόμουν το παιχνίδι που ήθελα να παίξω.
Την παρέα που ήθελα να κάνω
Την ζωή που ήθελα να ζήσω.
Και μεγαλώνοντας, μιας και τα όνειρα σάρκα δεν πήρανε ποτέ, άρχισα να γράφω στο χαρτί.
Το κοίταζα ξανά και ξανά. Το διάβαζα με λαχτάρα. Τόσες φορές με τόση ένταση που ήταν σαν να τα ζούσα.
-Άλλοτε γελούσα, άλλοτε έκλαιγα με τις αραδιασμένες λέξεις στο χαρτί.
Στο τέλος, τα έσκιζα και τα πετούσα.
Άλλοτε για να μην τα βρουν και με περιγελάσουν, άλλοτε γιατί απογοητευόμουν που μέναν λόγια σε χαρτί, και άλλοτε γιατί από τις πολλές φορές που τα διάβαζα με κείνη την λαχτάρα που πριν σας είπα, ήταν σαν να τα χα ζήσει.
Δεν τα χρειαζόμουν πια. Καινούριες λέξεις θα ζωγράφιζαν τις λευκές σελίδες.
Και έτσι πέρασα μισό αιώνα, να ζω την πραγματική ζωή μικρά πικρά και μίζερα. Αλλά τα όνειρά μου, οι λέξεις μου στο χαρτί ήταν μεγάλες. Πλούσιες γεμάτες φως που αφάνιζαν τα σκοτάδια του πραγματικού κόσμου. Που τόσο βάρος μου έφερνε στην ψυχή
Και μην λέτε πως έγραφα όπως τώρα δα, μονάχα. Αναπολιστικά και γλυκυδερά.
Όχι, Οχι. Έγραφα όπως η ψυχή όριζε. Και η ψυχή ορίζει πολλά.
Ορίζει πόνο. Ορίζει χαρά.
Ορίζει θυμό. Ορίζει έρωτα.
Ορίζει ειρωνεία. Ορίζει αγάπη.
Ορίζει αγανάκτηση. Ορίζει αστεϊσμό.
Ααααα και είμαι τόσο καλή στον γραπτό αστεϊσμό.
Όλα εκεί στο χαρτί γραμμένα. Ήταν η ψυχοθεραπεία μου.
Ήταν ο τρόπος που ξαναγεννιόμουν, κάθε φορά που ο πραγματικός κόσμος με πέθαινε.
Μισός αιώνας πέρασε από πάνω μου βρε άνθρωποι και δεν έχω καταφέρει να συνυρπάξω αρμονικά ακόμη μαζί του.
Και μην θαρρείτε πώς το 'βαλα ποτέ κάτω. Όχι. Ποτέ.
Συνέχεια έβγαινα με προορισμό την κατανόηση του κόσμου αλλά και την δική μου θέση μέσα σ' αυτόν.
Ξεκινούσα πάλι απ' την αρχή, μετά από κάθε γκρεμοτσάκισμα.
Κάθε φορά άλλο θεριό έβρισκα στον δρόμο μου, που μου 'δινε μαθήματα πραγματικού κόσμου.
Και όσο είσαι νέος τα μαθήματα αυτά έχουν μικρά σημάδια επάνω σου. Σηκώνεσαι, ξεσκονίζεσαι, άντε πίνεις και κανα παυσίπονο και ξαναβγαίνεις εκεί έξω, περιμένοντας, πως την φορά αυτή θα βρεις αυτό που χεις φτιαγμένο στην φαντασία σου. Πως θα βρεις κάποιον που θα εκπέμπει στην ίδια συχνότητα. Θα χει τα ίδια ζητούμενα. Ή έστω ρε αδερφέ, ν' αποδεχτεί ότι και ο δικός σου τρόπος, αν και διαφορετικός μπορεί να 'ναι αποδεκτός. Ότι δεν χρειάζεται να προσπαθήσει να σε βάλει στα καλούπια του κόσμου ετούτου. Να μην σε περιγελάσει, να μην σε απορρίψει.
Και να τα νέα χαστούκια, και να ξανά το τετράδιο με τα όνειρα να σκίζεται, και να αντικαθίσταται από το τετράδιο με τις λέξεις φάρμακο.
Μετά από χρόνια περιπλάνησης και πλάνης, εκεί έξω στον αληθινό κόσμο, συναντώντας, Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες ένα μικρό πράγμα κατάλαβα. Πως και αυτοί έχουν βγεί, τον ίδιο αληθινό κόσμο ν' αντιμετωπίσουν. Τον ίδιο αληθινό κόσμο να κατανοήσουν και να βρουν την δική τους θέση μέσα σ' αυτόν.
Μαντέψτε συνάνθρωποι, ποιος ήταν ο δικός τους Εφιάλτης, στην δική τους φαντασία;
Το δικό τους θεριό;
Εγώ ήμουν. Αλήθεια. Εγώ ήμουν.
Εγώ που έβγαινα στον αληθινό κόσμο να βρω τα όνειρά μου, μα δεν τα συναντούσα. Και κάθε φορά έβαζα πάνω μου και ένα μασκάρεμα του αληθινού κόσμου.
Μια, δυο, τρεις μουτσούνες, έγινα μασκαράτα χωρίς να το καταλάβω.
Κι όταν ο Κύκλωπας με συνάντησε, πιότερο φοβήθηκε αυτός, παρά εγώ το γιγαντιαίο σώμα και το ένα του μάτι. Του 'κανα αμέσως την παρατήρηση. Να μην γυρνάει μαδαρός στους δρόμους γιατί προκαλεί. Να καλύψει το μάτι του γιατί μου χαλάει την αισθητική, ν' αποκτήσει τρόπους όταν τρώει τους συντρόφους του Οδυσσέα, με μαχαίρι στο δεξί και πιρούνι στο αριστερό.
Μα πάνω απ' όλα να μάθει αριθμητική. Γιατί όλα στον κανονικό κόσμο έχουν ή είναι κάποιο νούμερο. Να, για παράδειγμα, θα μπορεί να μετρά τα ζα του, να μην τον κλέψει ο Οδυσσέας. Το μάτι ας του το βγάλει. Άσχημο είναι άλλωστε. Τα ζα του όμως; Άμα του τα κλέψει;
Και κάπου σ εκείνο το σημείο, έρχεται ένα μάθημα ζωής. Ένα μάθημα, που σε ξυπνάει από τον λήθαργο. Ειιιι σου λέει. Τα όνειρα σου. Που είναι; Ποια είναι; Εχεις καιρό να μου τα γραψεις. Τι έγινε; Τα βρήκες ή μήπως τα ξέχασες; Ποια είσαι; Τι βλακείες λες στον κόσμο; Γιατί τον τραμπουκίζεις;
Και συνειδητοποιείς, ότι τίποτα ακόμη δεν έχεις βρει. Έζησες πολλά, αλλά όχι όσα ονειρευόσουν. Πάλι αφέθηκες στα παιχνίδια της πραγματικής ζωής. Έμαθες πολλά, αλλά έχουν σχέση μ' αυτά που εσύ ήθελες; Σε πάνε στο όνειρό σου;
Κοίτα ένα όνειρο εκεί κάτω που τρέχει....Φέρε μου τα κυάλια. Νομίζω πως υπάρχει άλλο ένα εκεί μεσοπέλαγα και χαροπαλεύει.
Είναι καιρός τώρα που ξέχασα να γράψω. Είναι καιρός που δεν μάζεψα τα όνειρα να τα κάνω λέξεις στο χαρτί μου.
Μην φοβάστε αγάπες μου. Έρχομαι. Έρχομαι, πάλι να ξανασμίξουμε.